- κεντίστρα
- η вышивальщица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεντητής — ο θηλ. κεντήτρια και κεντήτρα και κεντίστρα αυτός που ασκεί την τέχνη του κεντήματος: Είναι καλή κεντίστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεντητής — ο, θηλ. κεντήστρα και κεντήτρα και κεντήτρια και κεντίστρα (ΑΜ κεντητής) [κεντώ] νεοελλ. 1. τεχνίτης που ασκεί την τέχνη τού κεντήματος 2. το θηλ. κεντήστρα α) γυναίκα που συνήθως κατ επάγγελμα ασχολείται με το κέντημα β) μτφ. γυναίκα που έχει… … Dictionary of Greek
μούτρο — το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον) συν. στον πληθ. τα μούτρα το πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου») νεοελλ. 1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο») β) δύστροπος 2. φρ. α) «με τί μούτρα… … Dictionary of Greek